- προμινωικός
- -ή, -ό, Ν [μινωικός]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους πριν από την μινωική εποχή χρόνους τής Κρήτης2. φρ. «προμινωικός πολιτισμός» — ο πριν από την μινωική εποχή πολιτισμός τής Κρήτης, ο οποίος χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη λίθινων εργαλείων και χειροποίητων πήλινων αγγείων με εγχάρακτη γραμμική διακόσμηση.
Dictionary of Greek. 2013.